πλαταμωδης

πλαταμωδης
    πλαταμώδης
    πλᾰτᾰμ-ώδης
    2
    плоский, равнинный
    

τὰ πλαταμώδη Arst. — равнины или взморье


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλαταμωδης" в других словарях:

  • πλαταμώδης — of flat shape masc/fem acc pl (attic epic doric) πλαταμώδης of flat shape masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πλαταμώδης of flat shape masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμώδης — ῶδες, Α [πλαταμών] αυτός που έχει πλατιά και επίπεδη όψη, ο πλατύς και επίπεδος …   Dictionary of Greek

  • πλαταμώδη — πλαταμώδης of flat shape neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλαταμώδης of flat shape masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πλαταμώδης of flat shape masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαταμώδεσιν — πλαταμώδης of flat shape masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Mesenia — Unidad periférica de Mesenia Mesenia Unidad periférica de Grecia Ubicación d …   Wikipedia Español

  • κούνελος — Ακρωτήριο της Πελοποννήσου, στο νοτιότερο όριο του Κυπαρισσιακού κόλπου. Οι αρχαίοι Έλληνες το ονόμαζαν Κυπαρίσσιον άκρον ή Πλαταμώδης άκρα. * * * ο [κουνέλι] αρσενικό κουνέλι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»